- ἔντεχνος
- ἔντεχνοςwithin the rangemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έντεχνος — η, ο (AM ἔντεχνος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή έχει γίνει με τέχνη και επιδεξιότητα (σε αντίθεση προς τον άτεχνο ή τον κακότεχνο) 2. εκείνος που βρίσκεται μέσα στα όρια τής τέχνης, που πληρεί τις απαιτήσεις τής τέχνης μσν. νεοελλ. προσχεδιασμένος … Dictionary of Greek
έντεχνος — η, ο επίρρ. α που γίνεται ή έγινε με τέχνη ή επιτηδειότητα, αριστοτεχνικός, επιδέξιος: Απέφυγε έντεχνα την επίθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐντεχνότατον — ἔντεχνος within the range masc acc superl sg ἔντεχνος within the range neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντέχνως — ἔντεχνος within the range adverbial ἔντεχνος within the range masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔντεχνον — ἔντεχνος within the range masc/fem acc sg ἔντεχνος within the range neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντεχνότερος — ἔντεχνος within the range masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντέχνοις — ἔντεχνος within the range masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντέχνου — ἔντεχνος within the range masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντέχνους — ἔντεχνος within the range masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντέχνων — ἔντεχνος within the range masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)